Εισαγωγή
Η φιλοσοφική αντιπαράθεση μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού ξεκινά ήδη από την αρχαία Ελλάδα, με χαρακτηριστικές μορφές τους Δημόκριτο και Επίκουρο από τη μία και τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη από την άλλη. Ο Καρλ Μαρξ τον 19ο αιώνα επανατοποθέτησε αυτό το ζήτημα, αντλώντας έμπνευση από τους αρχαίους υλιστές και συγκρουόμενος με την ιδεαλιστική παράδοση. Στόχος του ήταν να ανατρέψει την πρωτοκαθεδρία των «Ιδεών» και να αναδείξει την πρωταρχική σημασία της ύλης και των υλικών συνθηκών στην εξέλιξη της συνείδησης και της ιστορίας. Στο παρόν άρθρο εξετάζουμε: την επιρροή των αρχαίων υλιστών (Δημόκριτου και Επίκουρου) στη σκέψη του Μαρξ, την αντίθεσή του προς τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τη σχέση του με τη γερμανική φιλοσοφία (Χέγκελ, Φόιερμπαχ) και πώς διαμορφώνει μια διαλεκτική του υλισμού, καθώς και συγκριτικές αναφορές σε βασικές έννοιες όπως η ύλη, η συνείδηση και η ιστορική εξέλιξη.
Αρχαίοι Υλιστές: Δημόκριτος και Επίκουρος
Ο Μαρξ από νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ιδίως για τον ατομισμό του Δημόκριτου και του Επίκουρου. Η διδακτορική του διατριβή μάλιστα είχε τίτλο «Διαφορά μεταξύ της Δημοκρίτειας και Επικούρειας φιλοσοφίας της φύσης», όπου μελέτησε συγκριτικά τις απόψεις των δύο αυτών φιλοσόφων. Ο Δημόκριτος (5ος π.Χ. αι.) πρότεινε ότι όλα στη φύση αποτελούνται από μικροσκοπικά αδιαίρετα σωματίδια (άτομα) που κινούνται στο κενό – μια αυστηρά υλιστική θεώρηση όπου τα πάντα εξηγούνται ως αποτέλεσμα υλικών αλληλεπιδράσεων. Για τον Δημόκριτο, οι νόμοι της φύσης διέπονται από αναγκαιότητα και αιτιότητα χωρίς παρέκκλιση. Αντίθετα, ο μεταγενέστερος Επίκουρος εισήγαγε μια κρίσιμη τροποποίηση: υποστήριξε ότι, πέρα από την αναγκαιότητα, υπάρχει και το τυχαίο στην κίνηση των ατόμων, μέσω της περίφημης έννοιας της «παρέγκλισης» (clinamen). Όπως παρατηρεί και ο ίδιος ο Μαρξ στη διατριβή του, βασική διαφορά μεταξύ Δημόκριτου και Επίκουρου είναι ότι ο πρώτος πίστευε στην απόλυτη αναγκαιότητα, ενώ ο δεύτερος στην ύπαρξη του τυχαίου που ανοίγει χώρο στην ελευθερία σκέψης και δράσης του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, η παρέγκλιση των ατόμων στον Επίκουρο εισάγει μια απρόβλεπτη κίνηση που αρνείται την καθολικότητα της αναγκαιότητας (χωρίς να αρνείται την αιτιότητα) και επιτρέπει την εμφάνιση του νέου και του ελεύθερου μέσα στο φυσικό γίγνεσθαι.
Η μελέτη αυτή δεν ήταν απλώς ιστορικού χαρακτήρα· για τον νεαρό Μαρξ οι αρχαίοι υλιστές αντιπροσώπευαν μια πρώτη ρήξη με τις θεολογικές και μεταφυσικές εξηγήσεις του κόσμου. Ο ιστορικός Francis Wheen σημειώνει ότι στη διατριβή του αυτή ο Μαρξ επιχειρεί να δείξει πως η θεολογία πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στη σοφία της φιλοσοφίας. Οι υλιστικές αντιλήψεις του Δημόκριτου και του Επίκουρου –η πίστη ότι ο υλικός κόσμος υπάρχει αντικειμενικά, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε νου ή πνεύμα– αποτέλεσαν θεμέλιο της μεταγενέστερης υλιστικής φιλοσοφίας. Ο Μαρξ γνώριζε και το έργο του Λουκρήτιου (που εξηγούσε την επικούρεια θεωρία στα Λατινικά), αντιλαμβανόμενος τη σημασία της παρέγκλισης ως στοιχείου που εισάγει τη δυνατότητα αλλαγής και επιλογής σε έναν κατά τα άλλα μηχανιστικό κόσμο. Αυτή η έμφαση στην ύλη και στο φυσικό γίγνεσθαι ως βάση της πραγματικότητας γοήτευσε τον Μαρξ και έγινε αφετηρία για τη δική του φιλοσοφική εξέλιξη, στρέφοντάς τον ενάντια σε κάθε φιλοσοφία που τοποθετεί τις Ιδέες ή το Πνεύμα πάνω από την υλική πραγματικότητα.
Μαρξ απέναντι σε Πλάτωνα και Αριστοτέλη: Ρήξη με τον Ιδεαλισμό
Η κλασική ελληνική φιλοσοφία των Πλάτωνα και Αριστοτέλη εκπροσωπεί την αντίπαλη όψη του αρχαίου στοχασμού – μια παράδοση που δίνει προβάδισμα στις Ιδέες, στις μορφές και στους τελικούς σκοπούς, αντί για την ύλη. Ο Πλάτων διατύπωσε την περίφημη θεωρία των Ιδεών (ή Πλατωνικών μορφών), θεωρώντας ότι πέρα από τον μεταβλητό αισθητό κόσμο υπάρχει ένας υπεραισθητός κόσμος αιώνιων και τέλειων Ιδεών, που αποτελούν την πραγματική πραγματικότητα. Η ύλη, σύμφωνα με αυτή την ιδεαλιστική σκοπιά, είναι δευτερεύουσα και ατελής – ένα απλό αντίγραφο ή «σκιά» των Ιδεών (όπως περιγράφεται στην αλληγορία του σπηλαίου). Ο Πλάτων μάλιστα, όπως σημειώνουν οι ιστορικοί της φιλοσοφίας, ένιωθε «φρίκη για την αλλαγή» και αναζητούσε το σταθερό και αιώνιο: πίστευε ότι η αληθινή γνώση δεν μπορεί να αφορά πράγματα που συνεχώς μεταβάλλονται (τον υλικό κόσμο), αλλά πρέπει να στηρίζεται σε αμετάβλητες έννοιες, όπως αυτές της γεωμετρίας και των μαθηματικών. Έτσι, αντιπαρέθεσε στον ρευστό κόσμο της εμπειρίας μια σφαίρα αιώνιων Ιδεών, όπου η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να βρει βεβαιότητα και αλήθεια.
Ο Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτωνα, ακολούθησε μια πιο ρεαλιστική και εμπειρική προσέγγιση, αναγνωρίζοντας τη σημασία της παρατήρησης της φύσης. Ωστόσο, και στη δική του φιλοσοφία, η μορφή και ο σκοπός (τέλος) έχουν πρωτεύοντα ρόλο. Ο Αριστοτέλης δίδαξε ότι κάθε φυσικό αντικείμενο συνίσταται από ύλη και μορφή, με τη μορφή να είναι η ενδελέχεια, αυτό που δίνει σχήμα και σκοπό στην ανόργανη ύλη. Επιπλέον, στην κορυφή της αριστοτελικής κοσμολογίας βρίσκεται ο «Πρώτος Κινητήρας», μια θεϊκή Νοητική αρχή. Έτσι, παρότι ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με τη βιολογία, τη φυσική και άλλες επιστήμες, στο μεταφυσικό επίπεδο μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται κι αυτός –έστω ιδιόμορφα– στην ιδεαλιστική παράδοση, αφού αναγνωρίζει τελικά μια πρωταρχία του νου και του σκοπού επί της άμορφης ύλης.
Ο Μαρξ εναντιώθηκε σε αυτή την ιδεαλιστική κληρονομιά, θεωρώντας την ανεστραμμένη. Για τον ίδιο, δεν είναι οι Ιδέες που δημιουργούν την πραγματικότητα, αλλά η πραγματική, υλική ζωή που γεννά τις ιδέες. Όπως θα διακηρύξει αργότερα, «η ανθρώπινη ύπαρξη δημιουργεί τη συνείδηση και όχι η συνείδηση την ανθρώπινη ύπαρξη», και γενικότερα η ύλη προηγείται των ιδεών. Αυτό σημαίνει ότι οι ιδέες, οι αξίες, οι νόμοι μιας κοινωνίας κλπ., δεν πέφτουν από τον ουρανό ούτε υπάρχουν σε έναν υπερβατικό κόσμο, αλλά είναι προϊόντα και αντανακλάσεις των υλικών συνθηκών της ζωής. Η θέση αυτή τον τοποθετεί σε άμεση αντίθεση με τον πλατωνικό ιδεαλισμό, όπου οι ιδέες είναι πρωταρχικές και τα υλικά φαινόμενα δευτερεύοντα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ δεν απέρριψε την αξία των αρχαίων φιλοσόφων συλλήβδην – για παράδειγμα, εκτιμούσε την οξύνοια του Αριστοτέλη στην ανάλυση κοινωνικών φαινομένων. Στο Κεφάλαιο μνημονεύει τον Αριστοτέλη ως τον πρώτο που διέκρινε πως η αξία των εμπορευμάτων σχετίζεται με την ανθρώπινη εργασία, αν και ο αρχαίος στοχαστής, περιορισμένος από το πλαίσιο της δουλοκτητικής κοινωνίας, δεν μπόρεσε να αναπτύξει περαιτέρω τη θεωρία της αξίας. Ωστόσο, σε επίπεδο θεμελιωδών αρχών, ο Μαρξ κάνει μια σαφή τομή: αρνείται πως υπάρχει κάποια ιδεατή ουσία ανεξάρτητη από την ύλη που να καθορίζει τον κόσμο. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι οι λεγόμενες «ιδανικές» σφαίρες (πολιτική, ηθική, θρησκεία, φιλοσοφία) είναι σε τελευταία ανάλυση αντανάκλαση του εκάστοτε υλικού τρόπου ζωής και των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων. Αυτή η υλιστική ανάγνωση της ιστορίας και της κοινωνίας έρχεται σε ρήξη όχι μόνο με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αλλά και με όλη την κατοπινή ιδεαλιστική παράδοση που εκείνοι θεμελίωσαν.
Είναι ενδιαφέρον ότι από μαρξιστική σκοπιά, η ίδια η εμφάνιση του πλατωνικού και αριστοτελικού ιδεαλισμού μπορεί να ερμηνευτεί ιστορικά: έχει υποστηριχθεί πως οι ιδέες των δύο αυτών φιλοσόφων αντανακλούσαν τις συνθήκες της δουλοκτητικής κοινωνίας της αρχαίας Ελλάδας και την προσπάθεια της αριστοκρατίας να υπερασπιστεί την κοσμοθεωρία της απέναντι σε πιο «γηπεδούχες» και δημοκρατικές τάσεις. Ο Πλάτων, για παράδειγμα, αντιτάχθηκε στη δημοκρατία και πρόβαλε την ιδέα μιας τάξης «φυλάκων» που θα κυβερνούν με βάση τη φιλοσοφική αλήθεια – μια ιδέα που στο Πολιτεία του δικαιολογείται εν μέρει μέσω μύθων (π.χ. ο «ευγενής ψεύδος») για τη διαιώνιση της κοινωνικής ιεραρχίας. Ο Μαρξ, ως στοχαστής της κοινωνικής χειραφέτησης, ήταν από τη φύση του αντίθετος σε τέτοιες ιδεαλιστικές νομιμοποιήσεις της ανισότητας. Με την υλιστική του προσέγγιση, αποκάλυψε ότι οι ιδεολογίες (συμπεριλαμβανομένων των φιλοσοφικών συστημάτων) είναι εποικοδόμημα που υψώνεται πάνω στις υπόγειες αλλά ισχυρές βάσεις της υλικής ζωής – και άρα, για να κατανοήσουμε την αλήθεια, πρέπει να ξεκινάμε από την ύλη και την πραγματική ιστορία, όχι από τις αφηρημένες ιδέες.
Από τον Χέγκελ στον Φόιερμπαχ: Η Διαμόρφωση της Διαλεκτικής του Υλισμού
Η φιλοσοφία του Μαρξ δεν διαμορφώθηκε μόνο από την αρχαιότητα· καθοριστικής σημασίας ήταν και η σχέση του με τη γερμανική φιλοσοφία του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα τον Γκέοργκ Β.Φ. Χέγκελ και τον Λούντβιχ Φόιερμπαχ. Ο Χέγκελ, κορυφαίος ιδεαλιστής φιλόσοφος, είχε αναπτύξει μια περίπλοκη διαλεκτική μέθοδο: θεωρούσε ότι η ιστορία (φυσική και ανθρώπινη) προχωρά μέσω αντιθέσεων και συγκρούσεων (θέση – αντίθεση – σύνθεση), αλλά στο σύστημά του η κινητήρια δύναμη αυτής της διαλεκτικής εξέλιξης ήταν η ανάπτυξη της Ιδέας ή του Απόλυτου Πνεύματος. Με απλά λόγια, ο Χέγκελ πίστευε πως στο βάθος της πραγματικότητας ενεργεί ένας νους (το Παγκόσμιο Πνεύμα) και ότι η πορεία της ιστορίας είναι η βαθμιαία πραγμάτωση και αυτοσυνειδησία αυτού του Πνεύματος. Αυτή είναι μια ιδεαλιστική διαλεκτική, όπου οι υλικές πραγματικότητες θεωρούνται έκφανση του υποκείμενου πνευματικού σχεδίου.
Ο νεαρός Μαρξ υπήρξε αρχικά μαθητής των Νεαρών Χεγκελιανών, προσπαθώντας να εφαρμόσει τη χεγκελιανή διαλεκτική κριτικά στην κοινωνία και τη θρησκεία. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε από τον αφηρημένο χαρακτήρα του ιδεαλισμού του Χέγκελ, ειδικά όταν αντιμετώπισε τα απτά προβλήματα της κοινωνικής αδικίας στη βιομηχανική Ευρώπη. Μέσα από τη συνεργασία και τη φιλία του με τον Φρίντριχ Ένγκελς, ο Μαρξ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται μια «αναστροφή» του χεγκελιανού σχήματος: όχι το είναι να παράγεται από τη σκέψη, αλλά η σκέψη από το είναι. Ο ίδιος ο Μαρξ περιέγραψε γλαφυρά αυτή τη μεταστροφή, λέγοντας ότι στον Χέγκελ η διαλεκτική «στεκόταν στο κεφάλι» και έπρεπε να την επαναφέρει «στα πόδια» της. Σε ώριμα έργα του, όπως ο Πρόλογος στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1859), διατύπωσε την περίφημη θέση: «Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, αλλά το κοινωνικό είναι τους που καθορίζει τη συνείδησή τους». Με αυτόν τον τρόπο, ο Μαρξ διαλεκτικός υλιστής πλέον, πήρε τον δυναμισμό της χεγκελιανής μεθόδου (την έμφαση στη συνεχή αλλαγή και αντίφαση) αλλά αντικατέστησε το ιδεαλιστικό της περιεχόμενο με υλικό: οι υλικές συνθήκες και οι κοινωνικές σχέσεις γίνονται το πρωταρχικό «υποκείμενο» που εξελίσσεται διαλεκτικά, και οι ιδέες εμφανίζονται ως προϊόντα αυτής της εξέλιξης.
Σημαντικός μεταβατικός στοχαστής σε αυτή την πορεία ήταν ο Λούντβιχ Φόιερμπαχ. Ο Φόιερμπαχ, πρώην μαθητής του Χέγκελ, άσκησε δριμεία κριτική στον ιδεαλισμό εισάγοντας έναν ανθρωποκεντρικό υλισμό: υποστήριξε ότι ο Θεός και η θρησκεία δεν είναι παρά προβολές της ανθρώπινης ουσίας (έργο του Η ουσία του Χριστιανισμού, 1841). Για τον Φόιερμπαχ, η ύλη, η φύση και ο άνθρωπος ως αισθητή, βιολογική ύπαρξη, είναι πρωταρχικά έναντι οποιωνδήποτε ιδεών ή θεοτήτων. Ο Μαρξ χαιρέτισε αρχικά αυτή την «επιστροφή στη γη», καθώς ο Φόιερμπαχ βοήθησε να σπάσει το κέλυφος του χεγκελιανού πνεύματος. Ωστόσο, σύντομα διαφώνησε με τον Φόιερμπαχ γιατί θεώρησε ότι ο τελευταίος παρ’ ότι υλιστής, έμεινε στάσιμος και μη-διαλεκτικός: αντιμετώπισε τον άνθρωπο ως ένα αφηρημένο, απομονωμένο όν και δεν κατανόησε τη σημασία της πρακτικής, της κοινωνικής δράσης και των ιστορικών σχέσεων. Στις περίφημες «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ» (1845), ο Μαρξ σημειώνει ότι ο προηγούμενος υλισμός (συμπεριλαμβανομένου του Φόιερμπαχ) έβλεπε την πραγματικότητα και την αισθητή εμπειρία μόνο ως αντικείμενο ερμηνείας, όχι ως δραστηριότητα. Η 11η και πιο διάσημη Θέση συνοψίζει αυτή την κριτική: «Οι φιλόσοφοι απλώς ερμήνευαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο· το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε». Εδώ ο Μαρξ τονίζει ότι η ανθρώπινη πράξη (πρακτική) είναι το κλειδί – η συνείδηση δεν είναι παθητική αντανάκλαση, αλλά οι άνθρωποι μέσα από την εργασία και την κοινωνική δράση μετασχηματίζουν τόσο τον κόσμο όσο και τον εαυτό τους.
Συνδυάζοντας λοιπόν τη διαλεκτική κληρονομιά του Χέγκελ με τον υλισμό του Φόιερμπαχ, ο Μαρξ διαμόρφωσε τη δική του φιλοσοφική σύνθεση: τον διαλεκτικό υλισμό (όρος που καθιερώθηκε αργότερα) και την υλιστική αντίληψη της ιστορίας (ιστορικός υλισμός). Σε αυτή τη σύνθεση, η ιστορία νοείται ως μια διαλεκτική διαδικασία αλλαγής όπου η κινητήρια δύναμη είναι οι αντιφάσεις στο επίπεδο της υλικής ζωής – κυρίως οι αντιθέσεις μεταξύ τάξεων στο οικονομικό πεδίο. Οι παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις (το «είναι») εξελίσσονται, συγκρούονται (π.χ. οι κατέχοντες απέναντι στους μη κατέχοντες) και τελικά ανατρέπουν παλιές δομές, δημιουργώντας νέες. Οι ιδεολογίες, οι πολιτικοί θεσμοί και οι πολιτισμικές μορφές (η «συνείδηση» ευρύτερα νοούμενη) μεταβάλλονται κι αυτές, αλλά καθοδόν προς αντανάκλαση των αλλαγών στη βάση. Έτσι ο υλισμός του Μαρξ δεν είναι στατικός ή μηχανικός, αλλά δυναμικός και ιστορικός: δέχεται μεν ότι μόνο η ύλη είναι πρωταρχική, όμως αυτή βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και εξέλιξη, γεννώντας νέες ποιοτικές καταστάσεις. Πρόκειται για μια θεμελιακή διαφοροποίηση από τον ιδεαλισμό: ενώ ο Χέγκελ έβλεπε την ιστορία ως εξέλιξη των ιδεών του Πνεύματος, ο Μαρξ την βλέπει ως εξέλιξη των υλικών συνθηκών της ανθρωπότητας. Κι ενώ ο Φόιερμπαχ έμενε στη θεωρητική ερμηνεία της θρησκείας ή της ανθρώπινης φύσης, ο Μαρξ προχωρά στην κοινωνική κριτική και την επαναστατική πράξη.
Ύλη, Συνείδηση και Ιστορική Εξέλιξη – Υλισμός vs. Ιδεαλισμός
Συνοψίζοντας τη ρήξη μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού όπως την πραγματώνει ο Μαρξ, είναι χρήσιμο να συγκρίνουμε ορισμένες βασικές έννοιες:
Ύλη (Υλικό Πραγματικό): Για τον ιδεαλισμό (π.χ. στον Πλάτωνα ή στον Χέγκελ), η ύλη δεν έχει από μόνη της προτεραιότητα – θεωρείται είτε κατώτερη πραγματικότητα (Πλάτων: απλή σκιά των Ιδεών), είτε έκφανση μιας ανώτερης ιδεατής ουσίας (Χέγκελ: υλοποίηση του Πνεύματος). Αντίθετα, στον υλισμό του Μαρξ η ύλη είναι το πρωταρχικό. Ο υλικός κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από τη σκέψη μας, και αποτελεί τη βάση κάθε φαινομένου. Όπως λέει ο Μαρξ, στον Χέγκελ η σκέψη (Ιδέα) δημιουργεί τον πραγματικό κόσμο, ενώ για τον ίδιο *«το ιδεατό δεν είναι παρά ο υλικός κόσμος που αντανακλάται στον ανθρώπινο νου»*. Έτσι, όλες οι ιδέες, αξίες και θεσμοί πρέπει να ερμηνεύονται ως προϊόντα της υλικής πραγματικότητας (και όχι το ανάποδο).
Συνείδηση (Νους, Ιδέες): Στην ιδεαλιστική παράδοση, η συνείδηση συχνά αντιμετωπίζεται ως κάτι αυτοδύναμο. Για τον Πλάτωνα, η ψυχή θυμάται τις Ιδέες· για τον Χέγκελ, η ανθρώπινη συνείδηση είναι μέρος της πορείας του απόλυτου Πνεύματος. Ο Μαρξ κάνει την τομή δηλώνοντας πως η συνείδηση δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από τον υλικό κόσμο: «η ανθρώπινη ύπαρξη (το είναι) δημιουργεί τη συνείδηση, και όχι η συνείδηση την ύπαρξη». Με άλλα λόγια, ο τρόπος που οι άνθρωποι σκέφτονται, οι ιδέες που διαμορφώνουν – από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις μέχρι τις ηθικές αξίες – εδράζονται στις υλικές συνθήκες ζωής και στις κοινωνικές σχέσεις στις οποίες βρίσκονται. Η πείρα, η εργασία, η ταξική θέση, ο καταμερισμός της εργασίας, όλα αυτά διαμορφώνουν το περιεχόμενο της συνείδησης. Ο ιδεαλισμός κατηγορείται ότι «ανάποδα» θεωρεί τη συνείδηση ή το πνεύμα ως δημιουργό του κόσμου, ενώ στην πραγματικότητα η συνείδηση είναι αντανάκλαση (έστω και δραστήρια, όχι παθητική) του υλικού κόσμου.
Ιστορική εξέλιξη: Για τους περισσότερους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους (συμπεριλαμβανομένου του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη) η ιδέα μιας ευθύγραμμης προόδου της ιστορίας δεν ήταν ξεκάθαρη – έβλεπαν τον χρόνο είτε κυκλικά (επαναλαμβανόμενους κύκλους πολιτευμάτων στον Αριστοτέλη) είτε ως έκπτωση από κάποιο ιδανικό (ο Πλάτων νοσταλγεί μια ιδεατή πολιτεία). Ο Χέγκελ, στη νεότερη φιλοσοφία, διατύπωσε μια αντίληψη προοδευτικής ιστορίας, αλλά ως προοδευτική αυτογνωσία του Πνεύματος. Ο Μαρξ, υλιστικά, θεμελίωσε την έννοια της ιστορικής εξέλιξης στις υλικές ανάγκες και αντιθέσεις. Η ιστορία για εκείνον δεν καθοδηγείται από κάποια ουράνια ιδέα ελευθερίας ή λόγου, αλλά από τη διαλεκτική της παραγωγής και των σχέσεων παραγωγής: κάθε τρόπος παραγωγής (δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, καπιταλιστικός) δημιουργεί εγγενείς αντιφάσεις (τάξεις με αντικρουόμενα συμφέροντα) που οδηγούν σε κρίσεις και μετασχηματισμούς, ανοίγοντας τον δρόμο για έναν νέο τρόπο παραγωγής. Αυτή η πορεία δεν είναι προκαθορισμένη από κάποιο «πνεύμα», αλλά είναι ανοιχτή και εξαρτάται από τους υλικούς παράγοντες και την ανθρώπινη δράση. Έτσι, ενώ ο ιδεαλισμός μπορεί να δει την ιστορία ως πεδίο πραγμάτωσης κάποιας ιδέας δικαιοσύνης ή τελείωσης του λόγου, ο ιστορικός υλισμός του Μαρξ βλέπει την ιστορία ως ταξική πάλη και μεταβολή των υλικών όρων ύπαρξης. Η πρόοδος δεν είναι πνευματική αλλά κοινωνικο-οικονομική, κι η χειραφέτηση δεν θα έρθει από φιλοσόφους-βασιλείς αλλά από τις πραγματικές δυνάμεις της κοινωνίας (όπως το προλεταριάτο που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό, σύμφωνα με τον Μαρξ).
Συμπέρασμα
Ο Καρλ Μαρξ, μέσα από το έργο του, πραγματοποίησε μια τομή στη φιλοσοφία που συνδέει δημιουργικά την αρχαία και τη νεότερη σκέψη. Εμπνεύστηκε από τους αρχαίους υλιστές (Δημόκριτο, Επίκουρο) οι οποίοι πρώτοι απελευθέρωσαν την εξήγηση του κόσμου από μυστικιστικές και ιδεαλιστικές αρχές, τονίζοντας την αντικειμενική πραγματικότητα της ύλης. Παράλληλα, στράφηκε ενάντια στην ιδεαλιστική παράδοση που ξεκινά από τον Πλάτωνα και διαπερνά όλη τη μετέπειτα μεταφυσική, μέχρι τον Χέγκελ. Η ρήξη του Μαρξ με τον ιδεαλισμό δεν ήταν μια απλή άρνηση, αλλά μια ανασύνθεση: αξιοποίησε τη διαλεκτική μέθοδο (την κατανόηση ότι τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση και αντίθεση) αλλά της έδωσε υλιστικό περιεχόμενο, ριζώνοντάς την στην ύλη, στην οικονομία και στην κοινωνία. Έτσι, ο διαλεκτικός υλισμός του Μαρξ αποτέλεσε μια νέα σύνθεση όπου η ύλη είναι πρωταρχική, η συνείδηση παράγωγη και η ιστορία προϊόν ανθρώπινης δράσης κάτω από συγκεκριμένες υλικές συνθήκες. Αυτή η μαρξική προσέγγιση είχε τεράστιες επιπτώσεις: μετέτρεψε την φιλοσοφία από στοχασμό πάνω σε αιώνιες ιδέες σε εργαλείο ανάλυσης και αλλαγής του κόσμου. Συνέδεσε τη θεωρία με την πράξη, υποστηρίζοντας ότι για να κατανοήσουμε τους ανθρώπους πρέπει να δούμε πώς ζουν και παράγουν, και ότι για να αλλάξουμε την κοινωνία πρέπει να αλλάξουμε τους υλικούς της όρους. Σε συνέχεια της διαμάχης που ξεκίνησε στην αρχαία Ελλάδα, ο Μαρξ έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ του υλισμού: υποστήριξε ότι δεν είναι οι ιδέες (ή οι θεοί, ή οι «μεγάλοι άνδρες») που κινούν την ιστορία, αλλά ο αγώνας των πραγματικών ανθρώπων με τη φύση και μεταξύ τους. Με αυτόν τον τρόπο, ο Μαρξ στάθηκε ως κληρονόμος των Δημόκριτου και Επίκουρου, αλλά και ως κριτικός των Πλάτωνα και Αριστοτέλη, γεφυρώνοντας δημιουργικά την αρχαία φιλοσοφία με τη σύγχρονη σκέψη. Η ρήξη υλισμού-ιδεαλισμού που πραγματεύτηκε παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα θεμελιώδη ζητήματα στη φιλοσοφία, και η συμβολή του Μαρξ έγκειται στο ότι έδειξε πως η κατανόηση της πραγματικότητας –και η προσπάθεια αλλαγής της– πρέπει να ξεκινά από τη γη, όχι από τον ουρανό.
Πηγές : Η ανάλυση βασίστηκε σε κείμενα του ίδιου του Μαρξ και δευτερογενείς πηγές. Ενδεικτικά: η διδακτορική διατριβή του Μαρξ για τον Δημόκριτο και Επίκουρο, αποσπάσματα από την ελληνική μετάφραση της διατριβής, η σύγκριση υλισμού–ιδεαλισμού στη μαρξιστική φιλοσοφία, καθώς και ερμηνείες για τον ρόλο του πλατωνικού και αριστοτελικού ιδεαλισμού και τη μαρξική «αναστροφή» της χεγκελιανής διαλεκτικής. Οι πηγές αυτές βοηθούν να φωτιστεί πώς ο Μαρξ άντλησε από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία στοιχεία για να διαμορφώσει μια κριτική, υλιστική θεωρία της συνείδησης και της ιστορικής εξέλιξης.
Εγγραφείτε για περισσότερα…!
Change is the only Constant