ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ
Γεννήθηκε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πύρης και προερχόταν από οικογένεια αριστοκρατική. Υπάρχουν δύο επικρατέστερες ημερομηνίες σχετικά με το βίο του. Η μία ότι γεννήθηκε το 540/39 π.Χ. και πέθανε περί το 475/470, και η άλλη ότι γεννήθηκε κατά το 520/510 και πέθανε κατά το έτος 440 π.Χ. Έζησε πιθανώς το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη γενέτειρά του στην οποία επίσης έζησε και ο αναφερόμενος ως δάσκαλός του, Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, που θεωρείται ως ο ιδρυτής της Ελεατικής φιλοσοφίας και σχολής.
Κατά την εποχή του ήταν σε χρήση η φράση “Παρμενίδειος βίος” δηλαδή βίος θεωρητικού στοχαστή και αναζητητή της αλήθειας. Η φιλοσοφική του διδαχή μπορεί να χωρίσει την προσωκρατική φιλοσοφία όπως τονίζει ο σπουδαίος μελετητής της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας Guthrie, σε προπαρμενίδεια και μεταπαρμενίδεια περίοδο.
Η φιλοσοφία του Παρμενίδη παρουσιάζεται ως θεϊκή αποκάλυψη, ως αποκάλυψη μιας ανώνυμης θεάς που αποκαλύπτει στον Παρμενίδη την αλήθεια. Πρόκειται για ένα ποίημα που συνδυάζει την συγκίνηση με τη φιλοσοφική του θεώρηση. Ο Παρμενίδης θεωρείται ο πρώτος οντολόγος, αυτός δηλαδή που μελετά για τις έννοιες του Είναι και του μη-Είναι, για το ον και για τα όντα και για τη γέννηση και φθορά των φυσικών πραγμάτων.
ΠΕΡΙ ΦΥΣΙΟΣ
“Οι φοράδες οι οποίες με σύρουν με το άρμα, με μετέφεραν
εκεί όπου φθάνει η εσωτερική ορμή της ψυχής μου
καθώς οδηγώντας με, οι θεές, μ’ έβαλαν στην πολυφημισμένη οδό,
η οποία φέρει τον προικισμένο με σοφία άνδρα, δια μέσου
όλου του κόσμου. Σ’ αυτόν εδώ το δρόμο οδηγούμαι, γιατί
εδώ μ’ έφεραν τα προικισμένα με φρόνηση άλογα, σύροντας το άρμα
μ’ όλη τη δύναμή τους και οι θυγατέρες του ηλίου έδειχναν το δρόμο,
ο άξων δε στα περιαξόνια των τροχών συρίζει, καθώς καίεται
τη στιγμή κατά την οποία έσπευδαν
να με φέρουν προς το φως οι θυγατέρες του ήλιου αφού
εγκατέλειψαν προηγουμένως τα ανάκτορα της νύκτας και
αφαίρεσαν από τις κεφαλές τους τα καλύμματα.
Εκεί είναι οι πύλες των δρόμων και αυτές περιβάλλει
υπέρθυρο και λίθινο κατώφλι, υψώνονται δε στον αιθέρα
και καλύπτονται εξ’ ολοκλήρου από μεγάλα θυρόφυλλα, αυτών δε
η “πολύποινος Δίκη” κρατεί τις εναλλασσόμενες κλείδες.
Προς αυτή, αφού μίλησαν οι κόρες με λόγους γλυκούς και με
ικανότητα, την έπεισαν προς χάρη τους, ταχύτατα, να αφαιρέσει
το βαλανωτό μοχλό από τις θύρες. Ανοίχτηκαν δε οι θύρες
και άφησαν μέγα άνοιγμα αφού συνέστρεψαν αλληλοδιαδόχως
στους στρόφιγγες τους συναρμοσμένους με γομφούς και
περόνες πολύχαλκους άξονες των θυροφύλλων.
Δια μέσου αυτών, αμέσως κατευθείαν στον αμαξιτό
δρόμο έφεραν το άρμα με τις φοράδες. Και η θεά με
υπεδέχθη πρόθυμη, έλαβε δε το δεξιό μου χέρι με το
δικό της και αυτό το λόγο μου είπε.
Ώ νέε, σύντροφε των αθανάτων ηνιόχων, σε που φθάνεις
συντροφευμένος από τις φοράδες που σε ταξιδεύουν, στο δικό μου
ανάκτορο, χαίρε, διότι, όχι βέβαια κακή μοίρα σε έφερε
να ακολουθήσεις αυτό το δρόμο (αληθινά αυτός ο δρόμος
βρίσκεται μακρυά από δρόμους πατημένους από ανθρώπους)
αλλά η Θέμις και η Δίκη. Είναι ανάγκη τα πάντα να μάθεις,
τόσο την ήρεμη και ακλόνητη καρδιά της ολοστρόγγυλης
“Αλήθειας”, όσο και τις “δόξες” των ανθρώπων, στις οποίες
δεν υπάρχει αληθινή βεβαιότης. Αλλ’ όμως και αυτά θα
μάθεις, ότι θα ήταν ανάγκη όλες οι δόξες κατά δόκιμο (πιθανό)
τρόπο να διαπερνούν εξ ολοκλήρου τα πάντα…”
Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος του ποιήματος με το οποίο ο Παρμενίδης μας εισάγει με αποκαλυπτικό τρόπο στα ανάκτορα της αλήθειας, των οποίων τα κλειδιά κρατάει η Δίκη. Στο υπόλοιπο μέρος αναπτύσσει τη σκέψη του σχετικά με το ακλόνητο και άχρονο “Είναι” το οποίο είναι το μόνο που υπάρχει, αφού το μη-Είναι δεν είναι δυνατόν ούτε να οριστεί, ούτε και να νοηθεί. Γι αυτό μας καλεί να ερευνήσουμε αυτό το Είναι χωρίς να παραπλανώμαστε από τις αισθήσεις μας, οι οποίες μας αποκαλύπτουν μόνο το φαίνεσθαι του Είναι και όχι την πραγματική ουσία του. Μας καλεί επίσης και στην εξέταση της γέννησης και της φθοράς των πραγμάτων :
“…ποτέ δεν υπήρξε εποχή οπότε δεν υπήρχε ούτε θα υπάρξει
Εποχή, οπότε δεν θα είναι, επειδή στο παρόν είναι όλο μαζί.
Εν και συνεχές. Ποια λοιπόν γέννηση αυτού θα αναζητούσες;
Πώς; από τι αυξήθηκε; Δεν θα επιτρέψω να ειπείς ούτε να το
Σκεφθείς ότι από το μη ον έγινε το ον. Διότι δεν είναι δυνατόν
να λεχθεί ούτε να νοηθεί ότι υπάρχει το “μη είναι”…”
Για τον Παρμενίδη οι αισθήσεις χωρίς την παρουσία του νου δεν μπορούν να επιτελέσουν την αποστολή τους. Ο νους συνεργάζεται στενά με τις αισθήσεις, οι οποίες δεν μας προσφέρουν παρά σκόρπιο και ασυνάρτητο υλικό, το οποίο για να οργανωθεί σε γνώση χρειάζεται την επεξεργασία και αξιοποίησή του από τον νου. Όλα τα όντα του φυσικού κόσμου δεν είναι παρά μορφές, συμβάσεις, ετικέτες του Είναι του κόσμου που καθεαυτόν υπάρχει πέρα και ανεξάρτητα από την ανθρώπινη σκέψη και γλώσσα.
Μέσα σε μερικές σελίδες, ο Παρμενίδης μας χαρίζει τροφή για σκέψη ακόμη και σήμερα. Ο παροιμοιώδης στίχος “…διότι είναι το αυτό το νοείν και το είναι” έχει αποτελέσει έμπνευση για τεράστια φιλοσοφικά πνεύματα όπως ο Καρτέσιος, ο Σπινόζα, ο Leibniz, o Berkeley, o Kant, o Hegel και άλλοι.
Από το ποίημα του Παρμενίδη σώζονται σήμερα 155-156 στίχοι σε δακτυλικό εξάμετρο.
Στον Πλατωνικό διάλογο “Παρμενίδης”, έναν από τους πιο δυσνόητους διαλόγους του Πλάτωνα, αναφέρεται πως ο νεαρός Σωκράτης συναναστράφηκε τον Παρμενίδη.
Εγγραφείτε για περισσότερα!!
Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά